- ῥοδωτός
- ῥοδωτός, wie von ῥοδόω, mit Rosen zubereitet; τὸ ῥ., Rosenwein, Rosenwasser
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ροδωτός — ή, όν, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥοδωτόν το ροδόσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ῥοδῶ] … Dictionary of Greek
ροσάτον — και ῥοσσᾱτον, τὸ, Α το ῥοδωτόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rosatum «ροδωτός» < rosa «ρόδο»] … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
υδροροσάτον — τὸ, ΜΑ το ροδόσταμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ροσᾶτον (< λατ. rosatum «ροδωτός») … Dictionary of Greek